- συγχώννυμι
- και συγχωννύω ΜΑ [χώννυμι /χωννύω](κυριολ. και μτφ.) χώνω κάτι σε βάθος, κατακαλύπτω («τὴν συγχωσθεῑσαν τοῑς πάθεσι καὶ τῇ ἁμαρτίᾳ εἰκόνα», Μηναί.)μσν.στηρίζω, υποστηρίζω, υποστυλώνω («ὧ ῥινὸς ἐκτύπωμα συγκεχωσμένης τοῑς τῶν παρειῶν σαρκικοῑς προπυργίοις», Πισίδ. Γ.)αρχ.1. επισωρεύω χώμα πάνω σε κάτι, καλύπτω με χώμα, παραχώνω («τὰ ὕδατα συγχώσαντες», Ηρόδ.)2. θάβω, ενταφιάζω («τοὺς... ἀποσφαγέντας εἰς τὰς... τάφρους συνέχωσαν», Διόδ.)3. μεταβάλλω σε σωρό ερειπίων, καταστρέφω, κατεδαφίζω («οἰκήματα ἐμπεπρημένα τε καὶ συγκεχωσμένα»«Ηρόδ.)4. προκαλώ σύγχυση, ταραχή («κῡμα... πόντου... συγχώσειεν τῶν οὐρανίων ἄστρων διόδους», Αισχύλ.).
Dictionary of Greek. 2013.